- αεροστατικός
- -ή, -ό 1. ο σχετικός με την αεροστατική2. ο σχετικός με το αερόστατο3. το θηλ. ως ουσ. η αεροστατική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροστατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αεροστατική ή στο αερόστατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek